- βούρτσα
- η1) щётка; 2) кисточка для бритьй; 3) малярная кисть; 4) мутовка (для сбивания масла)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βούρτσα — η 1. απλό όργανο καθαρισμού ή στίλβωσης, το οποίο αποτελείται από ισομήκεις τρίχες ή σύρματα κατακόρυφα προσαρμοσμένα σε κατάλληλη βάση 2. φρ. «μαλλιά σαν βούρτσα» ή «μουστάκι σαν βούρτσα» σκληρά και όρθια 3. πινέλο για βάψιμο, χρωστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
βούρτσα — η αντικείμενο από τρίχες, συρμάτινα νήματα ή συνθετικές ίνες στερεωμένες σε μια βάση διαφόρων σχημάτων, με το οποίο ξεσκονίζουμε, καθαρίζουμε ή γυαλίζουμε: Βούρτσα για τα ρούχα. – Βούρτα για τα παπούτσια. – Ο μπογιατζής βάφει με βούρτσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πινέλο — το, Ν 1. εργαλείο για τη βαφή διαφόρων επιφανειών, που αποτελείται από λαβή και τρίχινη βούρτσα 2. ο χρωστήρας τών ζωγράφων 3. βούρτσα για να απλώνεται η σαπουνάδα στο πρόσωπο πριν από το ξύρισμα 4. βούρτσα που χρησιμοποιείται για την επάλειψη… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek
βουρτσίζω — (Μ βουρτσίζω και βυρτσίζω) 1. καθαρίζω κάτι με βούρτσα 2. γυαλίζω κάτι με βούρτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. βουρτσίζω, το μσν. βυρτσίζω πιθ. < αρχ. βύρσα*] … Dictionary of Greek
αβούρτσιστος — η, ο [βουρτσίζω] αυτός που δεν ξεσκονίστηκε, δεν γυαλίστηκε ή δεν χτενίστηκε με βούρτσα … Dictionary of Greek
βούρτσισμα — το καθαρισμός ή γυάλισμα με βούρτσα … Dictionary of Greek
κόρηθρο — το (Α κόρηθρον) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. 1. δέσμη από φτερά προσαρμοσμένα σε στέλεχος, φτερό ξεσκονίσματος 2. ξεσκονιστήρι 3. εργαλείο που αποτελείται από ράβδο η οποία έχει στο ένα άκρο της κυλινδρική βούρτσα από σκληρές τρίχες και το οποίο… … Dictionary of Greek
κύμβαλο — Κρουστό μουσικό όργανο. Είναι κατασκευασμένο από μέταλλο (συνήθως κράματα ορειχάλκου) και έχει κυκλικό, επίπεδο και πολλές φορές κοίλο σχήμα. Ο ήχος προκύπτει από την κρούση του είτε με κάποιο άλλο κ. είτε με κάποιο όργανο κρούσης (μπαγκέτα,… … Dictionary of Greek
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
οδοντόβουρτσα — η μικρή βούρτσα για τον καθαρισμό τών δοντιών … Dictionary of Greek